„αίμα“: ουδέτερο αίμα [ˈema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blut Blutουδέτερο | Neutrum, sächlich n αίμα αίμα examples χάνω αίμα bluten χάνω αίμα εξ αίματος leiblich εξ αίματος το αίμα νερό δεν γίνεται παροιμία Blut ist dicker als Wasser το αίμα νερό δεν γίνεται παροιμία έφτυσε αίμα στις απολυτήριες εξετάσεις της οικείο | umgangssprachlichοικ sie schwitzte Blut und Wasser bei ihrer Abschlussprüfung έφτυσε αίμα στις απολυτήριες εξετάσεις της οικείο | umgangssprachlichοικ θα του ανέβει το αίμα στο κεφάλι όταν δει τις μουτζούρες οικείο | umgangssprachlichοικ ihm kommt die Galle hoch, wenn er die Schmierereien sieht θα του ανέβει το αίμα στο κεφάλι όταν δει τις μουτζούρες οικείο | umgangssprachlichοικ hide examplesshow examples