„Galle“: Femininum, weiblich GalleFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χολή, χοληδόχος κύστη χολήFemininum, weiblich | θηλυκό f Galle Galle χοληδόχος κύστηFemininum, weiblich | θηλυκό f Galle Anatomie | ανατομίαANAT Galle Anatomie | ανατομίαANAT examples ihm kommt die Galle hoch in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig θα του ανέβει το αίμα στο κεφάλι ihm kommt die Galle hoch in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig