„ineinander“: Adverb ineinanderAdverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ο ένας τον άλλο, μεταξύ τους, ο ένας μέσα στον άλλο ο ένας τον άλλο, μεταξύ τους ineinander einer in den anderen ineinander einer in den anderen ο ένας μέσα στον άλλο ineinander einer im anderen ineinander einer im anderen