„χρυσός“: επίθετο, ως επίθετο χρυσός [xriˈsos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χρυσή, χρυσό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) golden, Gold-, lieb, goldig golden, Gold- χρυσός χρυσός lieb, goldig χρυσός καλός χρυσός καλός examples Χρυσή Ακτήθηλυκό | Femininum, weiblich f Goldküsteθηλυκό | Femininum, weiblich f Χρυσή Ακτήθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσή επέτειοςθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμου goldene Hochzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσή επέτειοςθηλυκό | Femininum, weiblich f γάμου χρυσή κλωστήθηλυκό | Femininum, weiblich f Goldfadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρυσή κλωστήθηλυκό | Femininum, weiblich f η χρυσή τομή das gesunde Mittelmaß η χρυσή τομή χρυσό δόντιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Goldzahnαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρυσό δόντιουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρυσό μετάλλιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Goldmedailleθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσό μετάλλιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρυσό νόμισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Goldmünzeθηλυκό | Femininum, weiblich f χρυσό νόμισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρυσός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Branchenbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n Gelbe Seiten®πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl χρυσός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples „χρυσός“: αρσενικό χρυσός [xriˈsos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gold Goldουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρυσός χρυσός