μετάλλιο
[meˈtalio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gedenkmünzeθηλυκό | Femininum, weiblich fμετάλλιομετάλλιο
examples
- μετάλλιο ανδρείαςTapferkeitsmedailleθηλυκό | Femininum, weiblich f