τομή
[toˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mτομή κόψιμοEinschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich mτομή κόψιμοτομή κόψιμο
- Schnittpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mτομή γεωμετρία | Geometrieγεωμτομή γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Zäsurθηλυκό | Femininum, weiblich fτομή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφτομή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Schnittmengeθηλυκό | Femininum, weiblich fτομή μαθηματικά | Mathematikμαθτομή μαθηματικά | Mathematikμαθ
examples
- Längsschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τομή στίχουZäsurθηλυκό | Femininum, weiblich f