Greek-German translation for "οδηγός"

"οδηγός" German translation

οδηγός
αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • (Auto-)Fahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οδηγός οχήματος
    οδηγός οχήματος
  • (An-)Führerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οδηγός αρχηγός
    οδηγός αρχηγός
  • Reiseleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οδηγός ξεναγός
    οδηγός ξεναγός
οδηγός
αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Führerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    οδηγός βιβλίο με χρήσιμες πληροφορίες
    οδηγός βιβλίο με χρήσιμες πληροφορίες
  • Treiberαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    οδηγός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
    οδηγός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
examples
  • Reiseführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
  • γλωσσικός οδηγός
    Sprachführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    γλωσσικός οδηγός
  • οδηγός αγώνων ταχύτητας
    Rennfahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οδηγός αγώνων ταχύτητας
  • hide examplesshow examples
μαθητευόμενη οδηγόςθηλυκό | Femininum, weiblich f
Fahrschülerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
μαθητευόμενη οδηγόςθηλυκό | Femininum, weiblich f
ο οδηγός έριξε τον φράχτη
der Autofahrer hat den Zaun eingefahren
ο οδηγός έριξε τον φράχτη
μαθητευόμενος οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Fahrschülerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μαθητευόμενος οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ταξιδιωτικός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Führerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Reisehandbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ταξιδιωτικός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ακουστικός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Audioguideαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ακουστικός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χρυσός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Branchenbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Gelbe Seiten®πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
χρυσός οδηγόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: