φυσικός
[fisiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φυσική, φυσικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- natürlich, Natur-φυσικός που σχετίζεται με τη φύσηφυσικός που σχετίζεται με τη φύση
- physikalischφυσικός που σχετίζεται με τη φυσικήφυσικός που σχετίζεται με τη φυσική
- leiblichφυσικός γονείς, παιδιάφυσικός γονείς, παιδιά
- natürlich, ungezwungen, unbefangenφυσικός μη τεχνητός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφυσικός μη τεχνητός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- φυσικά φάρμακαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplNaturmedizinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φυσικές επιστήμεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplNaturwissenschaftenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- φυσική δραστηριότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fkörperliche Betätigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples