πόροι
[ˈpori]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπόροι εισόδημαLebensunterhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mπόροι εισόδημαMittelπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplπόροι εισόδημαπόροι εισόδημα