ταλέντο
[taˈlendo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Talentουδέτερο | Neutrum, sächlich nταλέντοGabeθηλυκό | Femininum, weiblich fταλέντοBegabungθηλυκό | Femininum, weiblich f (για für)ταλέντοταλέντο
examples
- ταλέντο αυτοσχεδιασμούImprovisationstalentουδέτερο | Neutrum, sächlich n