σημείο
[siˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Punktαρσενικό | Maskulinum, männlich mσημείο γεωμετρία | Geometrieγεωμσημείο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich fσημείο ορισμένο μέροςPunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mσημείο ορισμένο μέροςσημείο ορισμένο μέρος
- Zeichenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσημείο σημάδισημείο σημάδι
- Gradαρσενικό | Maskulinum, männlich mσημείο βαθμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσημείο βαθμός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- σημείο αναφοράςBezugspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mAnknüpfungspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mOrientierungspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σημείο ατυχήματοςUnfallstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σημείο εισόδου ιατρική | MedizinιατρEinschussstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples