„Tiefpunkt“: Maskulinum, männlich TiefpunktMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χαμηλότερο σημείο χαμηλότερο σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Tiefpunkt Tiefpunkt