πυρηνικός
[piriniˈkos], πυρηνική, πυρηνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πυρηνική αντίδρασηθηλυκό | Femininum, weiblich fKernreaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πυρηνικός αντιδραστήραςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKernreaktorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πυρηνική δοκιμήθηλυκό | Femininum, weiblich fAtomversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich mKernwaffenversuchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples