Greek-German translation for "όπλο"

"όπλο" German translation

όπλο
[ˈoplo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Waffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    όπλο μέσο επίθεσης
    όπλο μέσο επίθεσης
  • Gewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    όπλο τουφέκι
    όπλο τουφέκι
examples
  • όπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μαζικής καταστροφής
    Massenvernichtungswaffenπληθυντικός | Plural pl
    όπλαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μαζικής καταστροφής
  • όπλο σκοπευτή
    Scharfschützengewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    όπλο σκοπευτή
  • όπλο δέσμης
    Strahlenwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    όπλο δέσμης
  • hide examplesshow examples
αεροβόλο όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Luftgewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αεροβόλο όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
φονικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mordwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
φονικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κρυφό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Geheimwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κρυφό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κυνηγετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Jagdgewehrουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κυνηγετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πυροβόλο όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Feuerwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
Handfeuerwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυροβόλο όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
παιδικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Spielzeugpistoleθηλυκό | Femininum, weiblich f
παιδικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επιθετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Offensivwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιθετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πυρηνικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
atomare Waffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κυνηγετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Schrotflinteθηλυκό | Femininum, weiblich f
κυνηγετικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πυρηνικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Kernwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
atomare Waffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνικό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αιχμηρό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Stichwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
αιχμηρό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
θαυματουργό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Wunderwaffeθηλυκό | Femininum, weiblich f
θαυματουργό όπλοουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: