ουσία
[uˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ουσία ύλη
- Wesenουδέτερο | Neutrum, sächlich nουσία υπόστασηουσία υπόσταση
- Kernαρσενικό | Maskulinum, männlich m.ουσία προβλήματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφουσία προβλήματος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Essenzθηλυκό | Femininum, weiblich fουσία περιεχόμενοInhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mουσία περιεχόμενοουσία περιεχόμενο
- Geschmackαρσενικό | Maskulinum, männlich mουσία γεύσηουσία γεύση