ξεχειλίζω
[kseçiˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überlaufenξεχειλίζω υγρόξεχειλίζω υγρό
- ξεχειλίζω ποτάμι
- sprühen, überquellen (από vor+δοτική | +Dativ +dat)ξεχειλίζω από χαράξεχειλίζω από χαρά
examples