ποτήρι
[poˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Trink-)Glasουδέτερο | Neutrum, sächlich nποτήριποτήρι
- Becherαρσενικό | Maskulinum, männlich mποτήρι χάρτινοποτήρι χάρτινο
examples
- γερό ποτήρι οικείο | umgangssprachlichοικSäuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples