„μικρό“: ουδέτερο μικρό [miˈkro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kleinkind, Baby, Junge Kleinkindουδέτερο | Neutrum, sächlich n μικρό παιδί Babyουδέτερο | Neutrum, sächlich n μικρό παιδί μικρό παιδί Jungeουδέτερο | Neutrum, sächlich n μικρό ζώου μικρό ζώου