επίπεδο
[eˈpipeðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flächeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπεδο επίπεδη επιφάνειαEbeneθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπεδο επίπεδη επιφάνειαεπίπεδο επίπεδη επιφάνεια
- Ebeneθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπεδο γεωμετρία | Geometrieγεωμεπίπεδο γεωμετρία | Geometrieγεωμ
- Niveauουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφStufeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεπίπεδο βαθμίδα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- βιοτικό επίπεδοLebensstandardαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- υψηλό/χαμηλό επίπεδοhohes/niedriges Niveauουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- επίπεδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl όζοντοςOzonwerteπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples