„Rentenniveau“: Neutrum, sächlich RentenniveauNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συνταξιοδοτικό επίπεδο συνταξιοδοτικό επίπεδοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Rentenniveau Rentenniveau