είσοδος
[ˈisoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eingangαρσενικό | Maskulinum, männlich mείσοδος πόρταείσοδος πόρτα
- Eintrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mείσοδος η πράξηείσοδος η πράξη
- Einfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fείσοδος αυτοκίνητο | Autoαυτοκείσοδος αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Zugangαρσενικό | Maskulinum, männlich mείσοδος πρόσβασηείσοδος πρόσβαση
examples
- απαγορεύεται η είσοδος
- είσοδος αυλήςHofeinfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- είσοδος γκαράζGarageneinfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples