„εργοτάξιο“: ουδέτερο εργοτάξιο [erɣoˈtaksio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Baustelle Baustelleθηλυκό | Femininum, weiblich f εργοτάξιο εργοτάξιο