βολεύω
[voˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- βολεύω ρυθμίζω
- βολεύω ταιριάζω
- unterbringenβολεύω δίνω εργασίαβολεύω δίνω εργασία