αφεντικό
[afendiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chefαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαφεντικόαφεντικό
examples
- αφεντικό συμμορίαςGangsterbossαρσενικό | Maskulinum, männlich m