Vorrat
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -räte>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προμήθειεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplVorratVorrat
- απόθεμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n (an+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε)VorratVorrat