„Speicher“: Maskulinum, männlich SpeicherMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποθήκη, μνήμη αποθήκηFemininum, weiblich | θηλυκό f Speicher Speicher μνήμηFemininum, weiblich | θηλυκό f Speicher Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT Speicher Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT