Proviant
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προμήθειεςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplProviantτρόφιμαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplProviantProviant