„απόθεμα“: ουδέτερο απόθεμα [aˈpoθema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorrat, Ressourcen, Reserve Vorratαρσενικό | Maskulinum, männlich m απόθεμα Reserveθηλυκό | Femininum, weiblich f (σε an+δοτική | +Dativ +dat) απόθεμα απόθεμα Ressourcenπληθυντικός | Plural pl απόθεμα οικονομία | Wirtschaftοικον απόθεμα οικονομία | Wirtschaftοικον examples απόθεμα λίπους Fettablagerungθηλυκό | Femininum, weiblich f απόθεμα λίπους αποθέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl εμπορευμάτων Lagerbestandαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποθέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl εμπορευμάτων αποθέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl πρώτων υλών Rohstoffreservenπληθυντικός | Plural pl αποθέματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl πρώτων υλών