Revision
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αναθεώρησηFemininum, weiblich | θηλυκό fRevision Rechtswesen | νομικός όροςJUR von AnsichtenRevision Rechtswesen | νομικός όροςJUR von Ansichten
- αναίρεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fRevision Rechtswesen | νομικός όροςJURRevision Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- έλεγχοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mRevision Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHRevision Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH