German-Greek translation for "r"

"r" Greek translation

R-Gespräch
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • προπληρωμένη συνδιάλεξηFemininum, weiblich | θηλυκό f
    R-Gespräch Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL
    R-Gespräch Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL
Angeklagte
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • κατηγορούμενοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
    Angeklagte(r) Rechtswesen | νομικός όροςJUR
    κατηγορουμένηFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Angeklagte(r) Rechtswesen | νομικός όροςJUR
    Angeklagte(r) Rechtswesen | νομικός όροςJUR
Bahnangestellte
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

Ausgewanderte
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • μετανάστηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
    Ausgewanderte(r)
    μετανάστριαFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Ausgewanderte(r)
    Ausgewanderte(r)
Behinderte
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • ανάπηροςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
    Behinderte(r)
    Behinderte(r)
  • ανάπηρηFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Behinderte(r)
    Behinderte(r)
Betrunkene
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • μεθυσμένοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
    Betrunkene(r)
    μεθυσμένηFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Betrunkene(r)
    Betrunkene(r)
Dreißigjährige
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • τριαντάρηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m /τριαντάραFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Dreißigjährige(r)
    Dreißigjährige(r)
Dritte
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f <-n; -n>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • τρίτοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m
    Dritte(r)
    Dritte(r)
  • τρίτηFemininum, weiblich | θηλυκό f
    Dritte(r)
    Dritte(r)
Dienstältere
Maskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • αρχαιότερος/αρχαιότερη υπάλληλοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f
    Dienstältere(r)
    Dienstältere(r)