μεθυσμένος
[meθizˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μεθυσμένη, μεθυσμένοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
μεθυσμένος
[meθizˈmenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)