συνδιάλεξη
[sinðiˈaleksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Telefongesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυνδιάλεξησυνδιάλεξη
examples
- αστική/υπεραστική συνδιάλεξηOrts-/Ferngesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- συνδιάλεξη εσωτερικούInlandsgesprächουδέτερο | Neutrum, sächlich n