Greek-German translation for "αρσενικός"

"αρσενικός" German translation

αρσενικός
[arseniˈkos], αρσενική, αρσενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • männlich
    αρσενικός σχετικός με το ανδρικό φύλο
    αρσενικός σχετικός με το ανδρικό φύλο
  • maskulin, männlich
    αρσενικός γραμματική | Grammatikγραμμ
    αρσενικός γραμματική | Grammatikγραμμ
examples
  • αρσενική πάπιαθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Enterichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Erpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αρσενική πάπιαθηλυκό | Femininum, weiblich f
  • αρσενικός ελέφανταςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Elefantenbulleαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αρσενικός ελέφανταςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
  • αρσενικός κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Stammhalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    αρσενικός κληρονόμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: