Ressource
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πηγήFemininum, weiblich | θηλυκό fRessource RohstoffeRessource Rohstoffe
- απόθεμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nRessource Ablagerung Geologie | γεωλογίαGEOLRessource Ablagerung Geologie | γεωλογίαGEOL
- πόροιMaskulinum Plural | πληθυντικός αρσενικού mplRessource finanziellmeist | συνήθως meistPlural | πληθυντικός plαποθέματαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplRessource finanziellmeist | συνήθως meistPlural | πληθυντικός plRessource finanziellmeist | συνήθως meistPlural | πληθυντικός pl