„Promillegrenze“: Femininum, weiblich PromillegrenzeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επιτρεπόμενο όριο συγκέντρωσης οινοπνεύματος στο αίμα κατά την οδήγηση επιτρεπόμενο όριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n συγκέντρωσης οινοπνεύματος στο αίμα κατά την οδήγηση Promillegrenze Promillegrenze