„οδήγηση“: θηλυκό οδήγηση [oˈðijisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Autofahren Autofahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n οδήγηση αυτοκινήτου οδήγηση αυτοκινήτου examples μαθαίνω οδήγηση fahren lernen μαθαίνω οδήγηση κατά την οδήγηση während der Fahrt κατά την οδήγηση οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ Trunkenheitθηλυκό | Femininum, weiblich f am Steuer οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ