„lau“: Adjektiv lauAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γλυκός, ήπιος, απαλός, ζεστός, γλυκός, ήπιος, χλιαρός γλυκός, ήπιος, απαλός lau mild lau mild ζεστός, γλυκός, ήπιος lau Nacht lau Nacht χλιαρός lau Haltung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig lau Haltung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig