βαρετός
[vareˈtos], βαρετή, βαρετόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- langweiligβαρετόςβαρετός
- ödeβαρετός περιοχή, τοπίο, ζωήβαρετός περιοχή, τοπίο, ζωή
- lästigβαρετός ενοχλητικόςβαρετός ενοχλητικός