„einsam“: Adjektiv einsamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μοναχικός, μόνος, έρημος, μοναχικός, ερημικός μοναχικός, μόνος, έρημος einsam einsam μοναχικός, ερημικός einsam Gegend einsam Gegend