απαραίτητος
[apaˈretitos], απαραίτητη, απαραίτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nötig, notwendig, unerlässlichαπαραίτητοςαπαραίτητος
examples
- απαραίτητα εφόδιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ταξιδιούReisebedarfαρσενικό | Maskulinum, männlich m