„mutlos“: Adjektiv mutlosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άτολμος, αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος άτολμος mutlos mutlos αποθαρρυμένος, αποκαρδιωμένος mutlos entmutigt mutlos entmutigt