άτολμος
[ˈatolmos], άτολμη, άτολμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- άτολμος χωρίς θάρρος
- schüchtern, scheuάτολμος ντροπαλόςάτολμος ντροπαλός
- unentschlossenάτολμος αναποφάσιστοςάτολμος αναποφάσιστος