αποκαρδιωμένος
[apokarðioˈmenos], αποκαρδιωμένη, αποκαρδιωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entmutigt, frustriertαποκαρδιωμένοςαποκαρδιωμένος
Thank you for your feedback!