„αποθαρρυμένος“ αποθαρρυμένος [apoθariˈmenos], αποθαρρυμένη, αποθαρρυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entmutigt entmutigt αποθαρρυμένος αποθαρρυμένος