„mager“: Adjektiv magerAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λιγνός, ισχνός, αδύνατος, άπαχος λιγνός, ισχνός, αδύνατος mager dünn mager dünn άπαχος mager fettarm mager fettarm