„λιγνός“ λιγνός [liˈɣnos], λιγνή, λιγνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mager, dürr, dünn mager, dürr, dünn λιγνός άνθρωπος λιγνός άνθρωπος