„αδύνατος“ αδύνατος [aˈðinatos], αδύνατη, αδύνατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mager, dünn, schwach, unmöglich mager, dünn αδύνατος άνθρωπος, πρόσωπο αδύνατος άνθρωπος, πρόσωπο schwach αδύνατος χωρίς δύναμη αδύνατος χωρίς δύναμη unmöglich αδύνατος ακατόρθωτος αδύνατος ακατόρθωτος examples είναι αδύνατο es ist unmöglich (να zu) είναι αδύνατο αδύνατον! kommt nicht in Frage! αδύνατον! αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Schwachpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Schwachstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f αδύνατο σημείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n hide examplesshow examples