„untergewichtig“: Adjektiv untergewichtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ζυγίζω λιγότερο από το κανονικό examples untergewichtig sein ζυγίζω λιγότερο από το κανονικό untergewichtig sein