„κακοδιάθετος“ κακοδιάθετος [kakoðiˈaθetos], κακοδιάθετη, κακοδιάθετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schlecht gelaunt, verstimmt schlecht gelaunt, verstimmt κακοδιάθετος κακοδιάθετος