δύσθυμος
[ˈðisθimos], δύσθυμη, δύσθυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- niedergeschlagen, missmutigδύσθυμοςδύσθυμος
- δύσθυμος άκεφος
Thank you for your feedback!